ἁπαλωτέρας

ἁπαλωτέρας
ἁπαλωτέρᾱς , ἁπαλός
soft to the touch
fem acc comp pl
ἁπαλωτέρᾱς , ἁπαλός
soft to the touch
fem gen comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναρθήκινος — ναρθήκινος, ίνη, ον (Α) [νάρθηξ] (για πνευστό όργανο) αυτός που είναι κατασκευασμένος από το φυτό νάρθηξ («τὰ ναρθήκινα τῶν ὀργάνων τὰς φωνὰς ἔχειν ἁπαλωτέρας», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”